- φρουρητήρ
- φρουρ-ητήρ, ῆρος, ὁ,A watcher, guard, Man.4.47.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φρουρητήρ — ῆρος, ὁ, Α φρουρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρουρῶ + κατάλ. τήρ*] … Dictionary of Greek
φρουρητῆρα — φρουρητήρ watcher masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωματοφρουρητήρ — ῆρος, ὁ, Μ σωματοφύλακας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + φρουρητήρ (< φρουρῶ)] … Dictionary of Greek